- ἐνταλαιπωρέομαι
- ἐντᾰλαιπωρέομαι,A persevere,
ταῖς ζητήσεσιν Olymp. in Alc.p.64C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταῖς ζητήσεσιν Olymp. in Alc.p.64C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνταλαιπωρεῖ — ἐνταλαιπωρέομαι persevere pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταλαιπωρεῖσθαι — ἐνταλαιπωρέομαι persevere pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)